- σιναπάλευρο
- το, Νσκόνη από απελαιωμένους τριμμένους σπόρους τού μαύρου σιναπιού που χρησιμοποιείται ως επισπαστικό φάρμακο με τη μορφή καταπλάσματος σε συνδυασμό με το άλευρο τού λιναριού, για την παρασκευή σιναπισμών, καθώς και τής επιτραπέζιας μουστάρδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σινάπι «είδος φυτού» + αλεύρι (πρβλ. σιτ-άλευρο)].
Dictionary of Greek. 2013.